- συνεπαναστάντες
- συνεπανίστημιaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπανίστημι — Α 1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου 2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπανίστημι «εξεγείρω,… … Dictionary of Greek